ανθιδρωτικός

ανθιδρωτικός
η , ό[ν] :

ανθιδρωτικό φάρμακο — средство против пота


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανθιδρωτικός" в других словарях:

  • ανθιδρωτικός — ή, όν αυτός που εμποδίζει ή ελαττώνει την έκκριση του ιδρώτα («ανθιδρωτικά φάρμακα») …   Dictionary of Greek

  • αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»